- αποσυνεργεω
- ἀποσυνεργέωἀπο-συνεργέωне содействовать, противодействовать
(οὐ μόνον οὐ συνεργεῖν πρός τι, ἀλλὰ καὴ ἀ. Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(οὐ μόνον οὐ συνεργεῖν πρός τι, ἀλλὰ καὴ ἀ. Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποσυνεργεῖ — ἀποσυνεργέω thwart pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀποσυνεργέω thwart pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσυνεργοῦντα — ἀποσυνεργέω thwart pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀποσυνεργέω thwart pres part act masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσυνεργοῦσι — ἀποσυνεργέω thwart pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ἀποσυνεργέω thwart pres ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσυνεργούντων — ἀποσυνεργέω thwart pres part act masc/neut gen pl (attic epic doric) ἀποσυνεργέω thwart pres imperat act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσυνεργεῖν — ἀποσυνεργέω thwart pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)